σμῖλαξ

σμῖλαξ

σμῖλαξ, ακος, ὁ, auch σμῖλος, μῖλαξ u. μῖλος, – 1) der Taxus-, Eibenbaum, lat. taxus; Eur. Bacch. 108; Ar. Nubb. 994; Plat. Rep. II, 372 b; Theophr. u. A. – 2) in Arcadien ein Baum aus der Gattung der Eichen; Theophr.; Plin. H. N. 16, 7. – 3) auch eine Pflanze, σμῖλαξ κηπαία genannt, ein Schotengewächs, vielleicht türkische Bohne, Diosc.; eine andere ist σμῖλαξ τραχεῖα u. σμῖλαξ λεία, convolvulus sepium.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σμῖλαξ — holm oak fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμίλαξ — (I) η / σμῑλαξ, ίλακος, ΝΑ γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη… …   Dictionary of Greek

  • αρκουδόβατος — Αναρριχώμενο φυτό της ελληνικής χλωρίδας· ανήκει στην οικογένεια των λιλιιδών και απαντάται σε δάση, θαμνότοπους, φράκτες, αλλά και σε πάρκα. Έχει λεπτούς, γωνιώδεις βλαστούς με αγκάθια. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, ωοειδή ή βελοειδή, μυτερά,… …   Dictionary of Greek

  • μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… …   Dictionary of Greek

  • σμίλος — ἡ, Α το φυτό μίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ] …   Dictionary of Greek

  • Оргии — (Όργιαα τά). Так назывались в древнегреческой религии богослужения в честь Деметры (в Гомеровском гимне богиня обещает научить людей священнодействиям: όργια δ αύτή έγών ύποθήδομαι). Термин О., в приложении к культу Деметры синоним другого более… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • SMILAX — I. SMILAX arbor et frutex. Pausan. enim, ubi in Arcadicis materias enumerat, e quibus fieri vulgo solerent Deorum simulacra, post ebenum, cupressum, cedrum, quercum, σμίλακα quoque nominat, quam taxum esse, docet Salmas. cuius materies durissima …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TAXUS — I. TAXUS Theophrasto μίλος, Dioscoridi σμίλαξ, arbor minime virens, gracilisque et tristis, ac dira in Arcadia tampraesentis veneni, ut, qui obdormiant sub ea, cibumve capiant, moriantur, Plin. l. 16. c. 10. Hinc infausta coronamentis habita;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δόλιχος — ο (AM δόλιχος) 1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων) 2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό 3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια 4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο …   Dictionary of Greek

  • ζουλόβατος — ο βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σμίλαξ η τραχεία …   Dictionary of Greek

  • θύμιον — θύμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. ενθύμιο αρχ. 1. σμῑλαξ*, το δένδρο δρυς 2. μεγάλη ακροχορδόνα, κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < θύμον. Με τη μσν. < εν θύμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. εν θύμιος (< εν + θυμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”