- σίλλυβα
σίλλυβα, τά, = Folgdm, Poll. 7, 14 erkl. ϑύσανοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίλλυβα, τά, = Folgdm, Poll. 7, 14 erkl. ϑύσανοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίλλυβα — parchment label neut nom/voc/acc pl σίλλυβον milk thistle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλυβο — το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο αρχ. στον πληθ. τὰ σίλλυβα (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά … Dictionary of Greek
σιλλυβιάν — Α [σίλλυβα] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοὺς κροσσοὺς ἀποσείεσθαι» … Dictionary of Greek