σίλουρος

σίλουρος

σίλουρος, , ein Flußfisch, wahrscheinl. der Wels, lat. silurus; Sopat. bei Ath. VI, 230 e, Diod. Sinop. ib. 239 e u. Sp. Nach Ath. VII, 287 b ἀπὸ τοῠ σείειν συνεχῶς τὴν οὐράν, eigtl. σείουρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίλουρος — silurus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

  • σιλούρου — σίλουρος silurus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλούρων — σίλουρος silurus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλούρῳ — σίλουρος silurus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλουρον — σίλουρος silurus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το …   Dictionary of Greek

  • SILURUS — Graecis Alexandrinâ voce Σίλουρος, inter Nili pisces, memoratur l. 17. Strabonis, unde Pharia merx et municeps Crispini Alexandrini dicitur Iuvenali Sat. 4. v. 32. Nunc princeps equitum, magnâ qui voce solebat Vendere municipes Pharia de merce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • siluro — (Del lat. silurus, gr. silouros .) ► sustantivo masculino 1 ZOOLOGÍA Pez teleósteo de agua dulce, del que existen diversas variedades, con el cuerpo alargado, aleta dorsal y ventral continuas y boca grande rodeada por varios apéndices filiformes …   Enciclopedia Universal

  • γλάνις — (glanis). Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και με την ονομασία σίλουρος ο ευρωπαϊκός. Ο γ. ζει στα γλυκά νερά της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα με άλλα ψάρια, δεν έχει ραχιαίο πτερύγιο αλλά εδρικό, πολύ μεγάλο. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • παρασίλουρος — ο (ιχθυολ.) γένος μεγαλόσωμων ψαριών τού γλυκού νερού που απαντούν στην Ελλάδα και ανήκουν στην οικογένεια τών σιλουριδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasilurus < παρ(α) * + σίλουρος «είδος ψαριού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”