σίλι

σίλι

σίλι, τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίλι — τὸ, Α βλ. σέσελι …   Dictionary of Greek

  • Σιλί - Πριντόμ, Ρενέ Φραγκίσκος — (Sully Prudhomme). Γάλλος ποιητής (1839 1907). Φοίτησε στο Λύκειο του Βοναπάρτη και, μετά το τέλος των σπουδών του, εργάστηκε στα εργοστάσια Κρεζώ. Σύντομα όμως εγκατάλειψε τη θέση αυτή, για να σπουδάσει νομικά και φιλοσοφία. Το 1865, ο Σ. Π.,… …   Dictionary of Greek

  • Σιλί, Μαξιμιλιανός ντε Μπετίν, βαρόνος του Ρονί, δούκας του- — (Sully). Γάλλος πολιτικός (Ρονί σιρ Σεν, Παρίσι 1559 Βιλμπόν Μπεάνς 1641). Δωδεκαετής μπήκε στην Αυλή του Ερρίκου της Ναβάρας ο οποίος ανάλαβε τη μόρφωσή του. Φανατικός διαμαρτυρόμενος γλίτωσε από θαύμα στη σφαγή της νύχτας του Άγιου Βαρθολομαίου …   Dictionary of Greek

  • Σίλι, νήσοι — (Isles Scilly). Αρχιπέλαγος (16, 4 τ. χλμ., 1750 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας, στη νοτιοδυτική Αγγλία (Κορνουάλη), στον Ατλαντικό ωκεανό, 45 περίπου χλμ. προς ΔΝΔ του ακρωτηρίου Λαντ’ς Εντ. Αποτελείται από 150 περίπου γρανιτικά νησιά και σκόπελους …   Dictionary of Greek

  • σιλλικυπρίων — σίλι neut gen pl σιλλικύπριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλλικύπρια — σίλι neut nom/voc/acc pl σιλλικύπριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… …   Dictionary of Greek

  • Βουέ, Σιμόν — (Simon Vouet, Παρίσι 1590 – 1649). Γάλλος ζωγράφος. Μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του Λοράν και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1613. Ταξίδεψε στην Αγγλία (1605), στην Κωνσταντινούπολη (1611) και στη Βενετία… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”