σίον

σίον

σίον, τό, ein Sumpf. od. Wiesenkraut; Theocr. 5, 125; Diosc.; vgl. Ath. II, 61, wonach einige Alte auch Od. 5, 72 ἴου in σίου änderten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίον — (Sion). Πόλη της Ελβετίας (23.000 κάτ.) πρωτεύουσα του καντονιού Βαλαί στη συμβολή των ποταμών Σιόν και Ροδανού. Οι περισσότεροι κάτοικοι της μιλούν γαλλικά. Έχει αναπτυγμένη βιομηχανία, μεταλλουργία, εργοστάσια επεξεργασίας μαλλιού, δημητριακών… …   Dictionary of Greek

  • σίον — σέω pres part act masc voc sg (doric) σέω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) σέω imperf ind act 3rd pl (doric) σέω imperf ind act 1st sg (doric) σίον water parsnip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιόν — θεός God masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιόν, Ηλίας — (1843 – 1912). Ρώσος επιστήμονας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε καθηγητής στη σχολή των Επιστημών και την Ιατρική Ακαδημία της Πετρούπολης. Ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου έγραψε τα περισσότερα έργα του. Τα κυριότερα …   Dictionary of Greek

  • σία — σίον water parsnip neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίου — σίον water parsnip neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίῳ — σίον water parsnip neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσίον — φῡσίον , φύω bring forth fut part act masc voc sg (doric) φῡσίον , φύω bring forth fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) φύζω fut part act masc voc sg (doric) φύζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) φῡσίον , φυσάω blow pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροστάσι — το τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στάσι (< στά σιον < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στᾰ μεν, στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. εικονο στάσι, λιο στάσι] …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Γιούτα — (Utah). Πολιτεία (219.888 τ. χλμ., 2.233.169 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή των υψιπέδων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στις Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες. Συνορεύει με τις πολιτείες, στα Β του Αϊντάχο και του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”