σίκλος

σίκλος

σίκλος, , = σίγλος, w. m. s. Auch ein Maaß, s. v. a. μέδιμνος, Pol. bei Ath. VIII, 331.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίκλος — σίγλος shekel masc nom sg σίκλος shekel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκλος — ο, ΝΑ βλ. σίγλος …   Dictionary of Greek

  • σίκλος — ο και σίκλα, η (λ. λατ.), ο κουβάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκοδάβλα — η (Μ ἀσκοδάβλα) 1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο 2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»] …   Dictionary of Greek

  • ημίσικλον — ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α) μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σίκλος «μονάδα βάρους νομισματική μονάδα»] …   Dictionary of Greek

  • σίκλα — η, Ν σίκλος, κουβάς, κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίκλος κατά τα θηλ. (πρβλ. σίγλος: σίγλα)] …   Dictionary of Greek

  • сикл — мера сыпучих тел , только др. русск. сиклъ – то же, уже у Кирилла Туровск. (Срезн. III, 348). Из ср. греч. σίκλος – то же от лат. situla, us сосуд (для черпания воды); урна (употребляемая при жеребьевке) ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 177; ИОРЯС 12, 2 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία …   Dictionary of Greek

  • σίκλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σίγλαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίκλος κατά τα θηλ. (πρβλ. σίγλος: σίγλα)] …   Dictionary of Greek

  • σικλί — το / σικλίον, ΝΜΑ [σίκλος] (με υποκορ. σημ.) μικρός κάδος, μικρός κουβάς …   Dictionary of Greek

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”