σίγλος

σίγλος

σίγλος, , auch σίκλος, eine asiatische Münze, das hebräische Seckel; Xen. An. 1, 5, 6 ὁ δὲ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σίγλος — shekel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία …   Dictionary of Greek

  • σίγλον — σίγλος shekel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγλους — σίγλος shekel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγλων — σίγλος shekel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκλοι — σίγλος shekel masc nom/voc pl σίκλος shekel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκλον — σίγλος shekel masc acc sg σίκλος shekel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκλος — σίγλος shekel masc nom sg σίκλος shekel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκλου — σίγλος shekel masc gen sg σίκλος shekel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκλους — σίγλος shekel masc acc pl σίκλος shekel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκλων — σίγλος shekel masc gen pl σίκλος shekel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”