- σίφνις
σίφνις, ἡ, = σιπύα, in att. Hymnen, nach Poll. 10, 162; bei Hesych. auch σίφνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίφνις, ἡ, = σιπύα, in att. Hymnen, nach Poll. 10, 162; bei Hesych. auch σίφνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίφνις — αιτ. εν. σίφνιν, ἡ, Α [σιφνός] δοχείο, λάρνακα ή κάδος με αλεύρι, σιπύα* … Dictionary of Greek
σίφνον — Α (κατά τον Ησύχ.) σιπύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. σίφνις] … Dictionary of Greek
σιπύη — και σιπύα και συπύη, ἡ, Α δοχείο, λάρνακα ή κάδος για αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για σημιτικό δάνειο (πρβλ. ακκαδ. šappu / sappu, φοινικ. sp, εβρ. sap με σημ. «λεκάνη»). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. supu τής γραμμικής Α.… … Dictionary of Greek