- σίφαρος
σίφαρος, ὁ, bei Arr. Epict. 3, 2 v. l. für σίπαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίφαρος, ὁ, bei Arr. Epict. 3, 2 v. l. für σίπαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίφαρος — ο, ΝΑ, και σείφαρος, Α τριγωνικό ιστίο που υψώνεται πάνω από την πιο ψηλή κεραία τού πλοίου αρχ. (κυρίως ο τ. σείφαρος) σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με σημιτικό šaperīr,… … Dictionary of Greek
σιφάρους — σίφαρος top sail masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίφαρον — σίφαρος top sail masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σείφαρος — ὁ, Α βλ. σίφαρος … Dictionary of Greek
σιφάριον — τὸ ή σιφάριος, ὁ, ΜΑ [σίφαρος] μικρό παραπέτασμα, διαχώρισμα … Dictionary of Greek
ψίφαρος — ὁ, Α στον πληθ. οἱ ψίφαροι τα ανώτερα ιστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σίφαρος*] … Dictionary of Greek