- σίσυρνος
σίσυρνος, ὁ, = σίσυρνα, σισύρα. Auch ein wundärztlicher Verband, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίσυρνος, ὁ, = σίσυρνα, σισύρα. Auch ein wundärztlicher Verband, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίσυρνος — garment of skin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίσυρνος — και σίσυρος, ὁ, Α 1. σισύρα 2. (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω καλεῑταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένοι τ. τών σίσυρνα / σισύρα κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
σίσυρνον — σίσυρνος garment of skin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίσυρος — ὁ, Α βλ. σίσυρνος … Dictionary of Greek