- σίσυρνα
σίσυρνα, ἡ, = σισύρα; v. l. bei Her. 4, 109. 7, 67; Aesch. frg. 96; auch vom Schol. Ar. Ran. 1455 erwähnt; Schol. Av. 122 von σισύρα unterschieden; vgl. Poll. 7, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίσυρνα, ἡ, = σισύρα; v. l. bei Her. 4, 109. 7, 67; Aesch. frg. 96; auch vom Schol. Ar. Ran. 1455 erwähnt; Schol. Av. 122 von σισύρα unterschieden; vgl. Poll. 7, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σισύρνα — σισύρνᾱ , σίσυρνα garment of skin fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίσυρνα — garment of skin fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίσυρνα — ἡ, ΜΑ βλ. σισύρα … Dictionary of Greek
σισύρνα — ἡ, ΜΑ βλ. σισύρα … Dictionary of Greek
σισύρνας — σισύρνᾱς , σίσυρνα garment of skin fem acc pl σισύρνᾱς , σίσυρνα garment of skin fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύρναις — σίσυρνα garment of skin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύρνης — σίσυρνα garment of skin fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίσυρναν — σίσυρνα garment of skin fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισυρνοδύτης — ὁ, Α ντυμένος με σίσυρνα*, με κάπα ή γούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. τού σισύρα «κάπα» + δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
σισυρνοφόρος — ον, Α, και σισυροφόρος, ον, ΜΑ αυτός που φορεί σίσυρνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα / σισύρα «κάπα» + φόρος*] … Dictionary of Greek
σισυρνώδης — ῶδες, Α [σίσυρνα] όμοιος με σίσυρνα* … Dictionary of Greek