σέλαχος — the cartilaginous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλαχος — (I) ο, Ν ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία για το σελάχι. (II) άχεος, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ σελάχη ο σέλαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα χος (πρβλ. τέμα χος, τάρι χος) από την λ. σέλας*, πιθ. λόγω τής φωσφορίζουσας ακτινοβολίας… … Dictionary of Greek
σελάχη — σέλαχος the cartilaginous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σέλαχος the cartilaginous neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχίων — σέλαχος the cartilaginous neut gen pl (doric) σελάχιον neut gen pl σελάχιος cartilaginous fem gen pl σελάχιος cartilaginous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχῶν — σέλαχος the cartilaginous neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχεα — σέλαχος the cartilaginous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχεσι — σέλαχος the cartilaginous neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχεσιν — σέλαχος the cartilaginous neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχευς — σέλαχος the cartilaginous neut gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχους — σέλαχος the cartilaginous neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελαχώδης — ῶδες, Α [σέλαχος (ΙΙ)] 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών 2. όμοιος με σέλαχος … Dictionary of Greek