- σέλασμα
σέλασμα, τό, = Folgdm, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέλασμα, τό, = Folgdm, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σέλασμα — shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλασμα — άσματος, τὸ, Α [σελάω] λάμψη, ακτινοβολία … Dictionary of Greek
σελάσματα — σέλασμα shining neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελασμός — ὁ, Α [σελάω] το σέλασμα* … Dictionary of Greek