- σάκος
σάκος, ὁ, s. σάκκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάκος, ὁ, s. σάκκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σακός — masc nom sg σᾱκός , σηκός pen masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek
σάκος — ο (λ. σημιτ.) 1. θήκη από χοντρό ύφασμα ή δέρμα για τη μεταφορά ή τη φύλαξη πραγμάτων, σακί: Ταχυδρομικός σάκος. 2. αρχιερατικό άμφιο. 3. αντρικό ένδυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάκος — σάκκος coarse cloth of hair masc nom sg σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σηκός … Dictionary of Greek
σάκει — σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc dual (attic epic) σάκεϊ , σάκος coarse cloth of hair neut dat sg (epic ionic) σάκος coarse cloth of hair neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακούς — σακός masc acc pl σᾱκούς , σηκός pen masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακέεσσι — σάκος coarse cloth of hair neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακέεσσιν — σάκος coarse cloth of hair neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακίων — σάκος coarse cloth of hair neut gen pl (doric) σακκίον small bag neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκεος — σάκος coarse cloth of hair neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)