- σάγος
σάγος, ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάγος, ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάγος — coarse cloak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγος — ὁ, ΜΑ μσν. υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς αρχ. 1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών 2. μανδύας τών Ισπανών 3. στρατιωτικός μανδύας 4. πιθ. μάλλινο… … Dictionary of Greek
σάγοι — σάγος coarse cloak masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγοις — σάγος coarse cloak masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγον — σάγος coarse cloak masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγου — σάγος coarse cloak masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγους — σάγος coarse cloak masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγων — σάγος coarse cloak masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγῳ — σάγος coarse cloak masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγίον — τὸ, ΜΑ [σάγος] μσν. (στο Βυζάντιο) επενδύτης ή κάλυμμα αρχ. υποκορ. τού σάγος … Dictionary of Greek
саг — грубая одежда , часто в азбуковн., русск. цслав. сагъ, сербск. цслав. сагъ (Син. патер. ХI в.; см. Срезн. III, 239). Через ср. греч. σάγος от лат. sagum солдатский плащ , которое происходит из галльск.; см. Вальде–Гофм. 2, 464; Г. Майер, Ngr.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера