- σάκ-ανδρος
σάκ-ανδρος, ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάκ-ανδρος, ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάκανδρος — ὁ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ., σύνθ. με α συνθετικό τη λ. σάκ(κ)ος και β συνθετικό τη λ. ἀνήρ, ἀνδρός] … Dictionary of Greek