- σάγδας
σάγδας, ὁ, s. ψάγδας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάγδας, ὁ, s. ψάγδας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάγδας — σάγδᾱς , σάγδας masc acc pl σάγδᾱς , σάγδας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγδας — και σαγδᾱς, ὁ, Α βλ. ψάγδαν … Dictionary of Greek
σάγδα — σάγδᾱ , σάγδας masc nom/voc/acc dual σάγδας masc voc sg σάγδᾱ , σάγδας masc gen sg (doric aeolic) σάγδας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάγδαν — ανος, και ψάγδας και σάγδας και σαγδᾱς και τ. άτονης ονομ. ψάγδης και στον Ησύχ. ψαγδῆς, ὁ Α (στην Αίγυπτο) είδος μύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Αιγυπτιακή, πρβλ. αιγυπτ. sgnn «λίπος, αλοιφή». Η Ελληνική δανείστηκε τον τ. με το άρθρο του, p’… … Dictionary of Greek
σάγδαν — σάγδᾱν , σάγδας masc acc sg (epic doric aeolic) σάγδας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PSAGDA — ψάγδας, idem cum Sagda, Σάγδας, quod utrumque occurritapud Athenaeum et gemmam simul ac unguentum denotat; a cuius colore viridi gemma forte nomen accepit. Quemadmodum Myrrhites dicitur, qui myrrhae colorem habet; Libanochrus, qui thuris;… … Hofmann J. Lexicon universale