σάκτας [2]

σάκτας [2]

σάκτας, , bei den Böotern der Arzt, wahrscheinlich von σάττω, üdertr., wie ῥάπτης u. ἀκεσιής, Strattis bei Ath. XIV, 622 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάκτας — σάκτᾱς , σάκτας pudenda muliebria masc acc pl σάκτᾱς , σάκτας pudenda muliebria masc nom sg (epic doric aeolic) σάκτᾱς , σάκτης masc acc pl σάκτᾱς , σάκτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκτας — ὁ, Α 1. σάκος, θύλακος 2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος* 3. γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω τού ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται …   Dictionary of Greek

  • σάκτην — σάκτας pudenda muliebria masc acc sg (attic epic ionic) σάκτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκτης — σάκτας pudenda muliebria masc nom sg σάκτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκτου — σάκτας pudenda muliebria masc gen sg σάκτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκτα — σάκτᾱ , σάκτας pudenda muliebria masc nom/voc/acc dual σάκτας pudenda muliebria masc voc sg σάκτᾱ , σάκτας pudenda muliebria masc gen sg (doric aeolic) σάκτας pudenda muliebria masc nom sg (epic) σάκτᾱ , σάκτης masc nom/voc/acc dual σάκτης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… …   Dictionary of Greek

  • σάκταν — σάκτᾱν , σάκτας pudenda muliebria masc acc sg (epic doric aeolic) σάκτας pudenda muliebria masc acc sg σάκτᾱν , σάκτης masc acc sg (epic doric aeolic) σάκτης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • σακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τήρ (πρβλ. φυλακ τήρ) για την σημ. βλ. και λ. σάκτας] …   Dictionary of Greek

  • σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”