- σάκτας
σάκτας, ὁ, der Sack, Ar. Plut. 681.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάκτας, ὁ, der Sack, Ar. Plut. 681.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάκτας — σάκτᾱς , σάκτας pudenda muliebria masc acc pl σάκτᾱς , σάκτας pudenda muliebria masc nom sg (epic doric aeolic) σάκτᾱς , σάκτης masc acc pl σάκτᾱς , σάκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκτας — ὁ, Α 1. σάκος, θύλακος 2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος* 3. γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω τού ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται … Dictionary of Greek
σάκτην — σάκτας pudenda muliebria masc acc sg (attic epic ionic) σάκτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκτης — σάκτας pudenda muliebria masc nom sg σάκτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκτου — σάκτας pudenda muliebria masc gen sg σάκτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκτα — σάκτᾱ , σάκτας pudenda muliebria masc nom/voc/acc dual σάκτας pudenda muliebria masc voc sg σάκτᾱ , σάκτας pudenda muliebria masc gen sg (doric aeolic) σάκτας pudenda muliebria masc nom sg (epic) σάκτᾱ , σάκτης masc nom/voc/acc dual σάκτης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… … Dictionary of Greek
σάκταν — σάκτᾱν , σάκτας pudenda muliebria masc acc sg (epic doric aeolic) σάκτας pudenda muliebria masc acc sg σάκτᾱν , σάκτης masc acc sg (epic doric aeolic) σάκτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek
σακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τήρ (πρβλ. φυλακ τήρ) για την σημ. βλ. και λ. σάκτας] … Dictionary of Greek
σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek