σοβαρεύομαι — σοβαρεύομαι, σοβαρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σοβαρεύω, σοβαρεύομαι : η έννοια διαφοροποιείταιαπό την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το σοβαρεύω σημαίνει → γίνομαι σοβαρός ή παίρνω σοβαρό ύφος. Το σοβαρεύομαι σημαίνει φέρνομαι, ενεργώ με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σοβαρεύομαι — ΝΑ [σοβαρός] νεοελλ. 1. ενεργώ, μιλώ ή φέρομαι με σοβαρότητα, με αξιοπρέπεια, έχω σοβαρό ύφος, δεν αστειεύομαι 2. παίρνω σοβαρό ύφος, παύω να αστειεύομαι («πρέπει να σοβαρευθούμε και να συζητήσουμε») αρχ. 1. φέρομαι πομπωδώς, αλαζονεύομαι,… … Dictionary of Greek
σοβαρευομένων — σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp fem gen pl σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρευόμενον — σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp masc acc sg σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρεύῃ — σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres subj mp 2nd sg σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρευθῆναι — σοβαρεύομαι bear oneself pompously aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρευομένη — σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρευσάμενος — σοβαρεύομαι bear oneself pompously aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρευόμεναι — σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρευόμενοι — σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρευόμενος — σοβαρεύομαι bear oneself pompously pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)