σοβαρός

σοβαρός

σοβαρός, eigtl. von rascher Bewegung, schnell, heftig, flüchtig, leicht; Ar. Ach. 644, u. öfter; adv., Pax 83; vom Pferde, καὶ ϑυμοειδής, Xen. de re equ. 10, 17; σοβαρὸν καὶ ὀλιγωρὸν αὐτοῠ τὸν τρόπον ὄντα, Dem. 59, 37, hochfahrend, vornehm thuend; so auch adv., σοβαρῶς ἐπιέναι τοῖς ὑπεναντίοις, Pol. 3, 72, 13, vgl. 11, 1, 4. 15, 12, 7; oft in der Anth.: Ggstz von δουλίς, Rufin. 1 (V, 18); ταρσοί, 37 (V, 27); bes. tadelnd, hoffärtig, eitel; αὐχένες, stolzer Nacken, 38 (V, 28), ὀφρύες 22 (V, 92); σοβαρὴ ϑεράπαινα, Agath. 8 (V, 294); βαλάνισσα, Ep. ad. 64 (V, 82); 'Ροδόπη, Iren. 1 (V, 249), u. sonst oft; σοβαρὸς τῇ χαίτῃ, Luc. Zeux. 5; γυνὴ σοβαρὰ καὶ πανηγυρική, Plut. Lucull. 6. Aber σοβαρωτέρᾳ τιμῇ ist = um einen höhern Preis, Ael. H. A. 16, 32; vom Triumphzuge, stattlich, prächtig, Plut. Sull. 33; σοβαρῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς Ael. H. A. 11, 4, u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σοβαρός — rushing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… …   Dictionary of Greek

  • σοβαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. συγκρατημένος, μετρημένος, αξιοπρεπής: Ο μεγάλος γιος του είναι πολύ σοβαρός. 2. λιγομίλητος, αυστηρός: Είναι σοβαρός και δε μιλάει πολύ. 3. σπουδαίος, αυτός που έχει βαρύτητα: Μας κάλεσε για να συζητήσουμε ένα σοβαρό θέμα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβαρά — σοβαρός rushing neut nom/voc/acc pl σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc/acc dual σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτερον — σοβαρός rushing adverbial comp σοβαρός rushing masc acc comp sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέραις — σοβαρός rushing fem dat comp pl σοβαρωτέρᾱͅς , σοβαρός rushing fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέρων — σοβαρός rushing fem gen comp pl σοβαρός rushing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρῶν — σοβαρός rushing fem gen pl σοβαρός rushing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρόν — σοβαρός rushing masc acc sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτατα — σοβαρός rushing adverbial superl σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτατον — σοβαρός rushing masc acc superl sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”