- σοφίστρια
σοφίστρια, ἡ, fem. zu σοφιστής; Plat. Euthyd. 297 c; Suid. v. Ἀσπασία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφίστρια, ἡ, fem. zu σοφιστής; Plat. Euthyd. 297 c; Suid. v. Ἀσπασία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφιστρίᾳ — σοφιστρίᾱͅ , σοφίστρια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίστρια — ἡ, Α βλ. σοφιστής … Dictionary of Greek
σοφιστρίας — σοφιστρίᾱς , σοφίστρια fem acc pl σοφιστρίᾱς , σοφίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίστριαν — σοφίστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
ՍՈՓԵՍՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0734 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.գ. ՍՈՓԵՍՏ ՍՈՓԵՍՏԷՍ ՍՈՓԵՍՏՈՍ. Բառ յն. սօֆիսդի՛ս. σοφιστής , իգ. σοφίστρια sophista, tria; doctus, sapiens, orator եւ deceptor, impostor. Իմաստակ. ուսումնասէր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)