- σοφισμάτιον
σοφισμάτιον, τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφισμάτιον, τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφισμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμάτιον — τὸ, Α [σόφισμα, ίσματος] (με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. τού σόφισμα … Dictionary of Greek
σοφισματίοις — σοφισμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισματίων — σοφισμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισμάτια — σοφισμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)