- σησάμιον
σησάμιον, τό, = σησαμούντιον, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σησάμιον, τό, = σησαμούντιον, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σησάμιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησάμιον — τὸ, ΜΑ βλ. σουσάμι … Dictionary of Greek
σησαμίου — σησάμιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek
σηπία — η, ΝΜΑ 1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά 2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από… … Dictionary of Greek
σησάμι — το / σησάμιον, ΝΜΑ, και σησάμιν Μ το σουσάμι … Dictionary of Greek