- σησάμινος
σησάμινος, von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σησάμινος, von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σησάμινος — made of sesame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησάμινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμι («εὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.) 2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. ινος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σησάμινον — σησάμινος made of sesame masc acc sg σησάμινος made of sesame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησαμίνου — σησάμινος made of sesame masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησαμίνῳ — σησάμινος made of sesame masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησάμινα — σησάμινος made of sesame neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
κυκλάμινος — κυκλάμινος, ἡ και ὁ (Α) το φυτό κυκλάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τον τ. κύκλος, κατά το σησάμινος] … Dictionary of Greek
σησαμίνωι — σησαμίνῳ , σησάμινος made of sesame masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)