- σμάραγος
σμάραγος, ὁ, E. M. u. Schol. Il. 16, 463 erkl. ὁ ἀπὸ σπαραγμοῠ ἦχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμάραγος, ὁ, E. M. u. Schol. Il. 16, 463 erkl. ὁ ἀπὸ σπαραγμοῠ ἦχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σμάραγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμάραγος — ὁ Α ονομασία ενός δαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ*] … Dictionary of Greek
Σμάραγον — Σμάραγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσμάραγος — μεγαλοσμάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σμαραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, βροντώ»), πρβλ. ερι σμάραγος, φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek
πυρισμάραγος — ον, Α αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι σμάραγος, μεγαλο σμάραγος) … Dictionary of Greek
πολυσμάραγος — ον, Α (για θάλασσα ή ποταμό) αυτός που παράγει μεγάλο θόρυβο, πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κροτώ»), πρβλ. φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek
φιλοσμάραγος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά τον θόρυβο, την βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σμάραγος (< σμαραγῶ «κάνω θόρυβο»), πρβλ. βαρυ σμάραγος] … Dictionary of Greek
αλισμάραγος — ἁλισμάραγος, ον (Α) βροντερός σαν θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + σμάραγος < σμαραγῶ ( έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»] … Dictionary of Greek
ασμάραγος — ἀσμάραγος, ον (Α) ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.] … Dictionary of Greek
βαρυσμάραγος — βαρυσμάραγος, ον (Α) ο βαρύκτυπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σμάραγος < σμαραγώ ( έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»] … Dictionary of Greek
ερισμάραγος — ἐρισμάραγος, ον (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.) 2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.) 3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατά («ἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) +… … Dictionary of Greek