σμάραγδος — emerald fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάραγδος — ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία τής ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ… … Dictionary of Greek
σμάραγδος — ο είδος πολύτιμου λίθου με βαθυπράσινο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμαράγδω — σμάραγδος emerald fem nom/voc/acc dual σμάραγδος emerald fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδοις — σμάραγδος emerald fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδου — σμάραγδος emerald fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδους — σμάραγδος emerald fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδων — σμάραγδος emerald fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδῳ — σμάραγδος emerald fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάραγδοι — σμάραγδος emerald fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάραγδον — σμάραγδος emerald fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)