- σαλακωνίζω
σαλακωνίζω, = σαλακωνεύω, σαλακωνίσαι, τὸν πρωκτὸν αἰσχρῶς κινῆσαι, Schol. Ar. Vesp. 1169, wo er aus Hermipp. anführt καὶ κασαλβάζουσαν εἶδον καὶ σεσαλωκισμένην (soll σεσαλακωνισμένην heißen).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλακωνίζω, = σαλακωνεύω, σαλακωνίσαι, τὸν πρωκτὸν αἰσχρῶς κινῆσαι, Schol. Ar. Vesp. 1169, wo er aus Hermipp. anführt καὶ κασαλβάζουσαν εἶδον καὶ σεσαλωκισμένην (soll σεσαλακωνισμένην heißen).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλακωνεύομαι — και σαλακωνίζομαι και ενεργ. τ. σαλακωνίζω Α [σαλάκων] υπερηφανεύομαι, φέρομαι αλαζονικά, φέρομαι με ματαιοδοξία … Dictionary of Greek