- σαλακωνία
σαλακωνία, ἡ, = σαλακωνεία; Ath. XV, 691 f; καὶ τρυφαί, Alciphr. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλακωνία, ἡ, = σαλακωνεία; Ath. XV, 691 f; καὶ τρυφαί, Alciphr. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλακωνία — σαλακωνίᾱ , σαλακωνία pretentiousness fem nom/voc/acc dual σαλακωνίᾱ , σαλακωνία pretentiousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλακωνίας — σαλακωνίᾱς , σαλακωνία pretentiousness fem acc pl σαλακωνίᾱς , σαλακωνία pretentiousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλακωνίαν — σαλακωνίᾱν , σαλακωνία pretentiousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλακωνεία — και σαλακωνία, ἡ, Α [σαλάκων] ματαιοδοξία, αλαζονεία … Dictionary of Greek