- σμοιός
σμοιός, = σκυϑρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμοιός, = σκυϑρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμοιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμοῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμοιός — ά, όν και σμοῑος, οία, ον και σμυός, ά, όν και μοῑος, οία, ον, Α 1. σκυθρωπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σμοιῷ — σμοιός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίος — μοῑος και μοιός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμοῖος* με σίγηση τού σ(πρβλ. σμικρός: μικρός)] … Dictionary of Greek
σμυός — ά, όν Α βλ. σμοιός … Dictionary of Greek