- σαλευτός
σαλευτός, bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend, γυῖα σαλευτὰ ὑπ' ἀκρήτου φορεῖς, Mel. 60 (V, 175).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλευτός, bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend, γυῖα σαλευτὰ ὑπ' ἀκρήτου φορεῖς, Mel. 60 (V, 175).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλευτός — ή, όν, Α [σαλεύω] αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει … Dictionary of Greek
σαλευτά — σαλευτός tottering neut nom/voc/acc pl σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc/acc dual σαλευτά̱ , σαλευτός tottering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτόν — σαλευτός tottering masc acc sg σαλευτός tottering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευτούς — σαλευτός tottering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαλεύτως — Α επίρρ. (σχετικά με την καρδιά) με πολλούς παλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαλευτός + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek