- σαλπιγκτής
σαλπιγκτής, ὁ, Trompeter; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind σαλπικτής u. σαλπιστής, Lob. Phryn. p. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπιγκτής, ὁ, Trompeter; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind σαλπικτής u. σαλπιστής, Lob. Phryn. p. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπιγκτής — σαλπιγκτής, ο και σαλπιστής, ο και σαλπιχτής, ο 1. αυτός που παίζει σάλπιγγα. 2. στρατιώτης ειδικά εκπαιδευμένος να δίνει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλπιγκτής — trumpeter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση … Dictionary of Greek
σαλπιγκταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτοῦ — σαλπιγκτής trumpeter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτῇ — σαλπιγκτής trumpeter masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτήν — σαλπιγκτής trumpeter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτῶν — σαλπιγκτής trumpeter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl σαλπικτής trumpeter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl σαλπικτής trumpeter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)