- σαλπικτής
σαλπικτής, ὁ, = σαλπιγκτής, spätere Form, Piers. Moer. p. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπικτής, ὁ, = σαλπιγκτής, spätere Form, Piers. Moer. p. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλπικτής — σαλπιγκτής trumpeter masc nom sg σαλπικτής trumpeter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικτής — ὁ, Α βλ. σαλπιγκτής … Dictionary of Greek
σαλπικτάς — σαλπικτά̱ς , σαλπιγκτής trumpeter masc acc pl σαλπικτά̱ς , σαλπιγκτής trumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) σαλπικτά̱ς , σαλπικτής trumpeter masc acc pl σαλπικτά̱ς , σαλπικτής trumpeter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση … Dictionary of Greek
σαλπικταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl σαλπικτής trumpeter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl σαλπικτής trumpeter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικτοῦ — σαλπιγκτής trumpeter masc gen sg σαλπικτής trumpeter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικτῇ — σαλπιγκτής trumpeter masc dat sg (attic epic ionic) σαλπικτής trumpeter masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικτήν — σαλπιγκτής trumpeter masc acc sg (attic epic ionic) σαλπικτής trumpeter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλπικτῶν — σαλπιγκτής trumpeter masc gen pl σαλπικτής trumpeter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)