- σαμάκιον
σαμάκιον, τό, ein unbestimmter Theil des Weiberputzes, eigentlich dim. von σάμαξ, Poll. 5, 101 u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαμάκιον, τό, ein unbestimmter Theil des Weiberputzes, eigentlich dim. von σάμαξ, Poll. 5, 101 u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαμάκιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) τμήμα γυναικείας στολής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σάμαξ, ακος] … Dictionary of Greek
σαμάκια — σαμάκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμάκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάκιον*, υποκορ. τού σάμαξ] … Dictionary of Greek