- σαβάζιος
σαβάζιος, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαβάζιος, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σαβάζιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους … Dictionary of Greek
Σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους … Dictionary of Greek
Σαβαζίω — Σαβάζιος masc nom/voc/acc dual Σαβάζιος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Сабаций — (Σαβάζιος, Σαβάδιος, Σαβάσιος, Σαβάνδος, Σεβάζιος, Σεβάδιος) главное фригийское божество, некоторыми чертами своего значения и культа сближающееся с божествами греческими, Зевсом и Дионисом, через посредство фракиян влиявшее на культы этих… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
САБАСИЙ — • Σαβάζιος, см. Διόνυσος, Дионис, 5, и Cybele, Рея … Реальный словарь классических древностей
Σαβαζίου — Σαβάζιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβαζίους — Σαβάζιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβαζίων — Σαβάζιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβαζίῳ — Σαβάζιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβάζιε — Σαβάζιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)