- σανδαράκινος
σανδαράκινος, von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανδαράκινος, von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανδαράκινος — η, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σανδαράκινον — σανδαράκινος of orange colour masc acc sg σανδαράκινος of orange colour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαρακίνη — σανδαράκινος of orange colour fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαρακίνην — σανδαράκινος of orange colour fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαράκινοι — σανδαράκινος of orange colour masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαραχώδης — ῶδες, Α [σανδαράχη / σανδαράκη] σανδαράκινος* … Dictionary of Greek