σανδαράχη

σανδαράχη

σανδαράχη, , Alciphr. 1, 33, σανδαραχίζω u. σανδαράχινος, = σανδαράκη, σανδαρακίζω, σανδαράκινος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σανδαράχη — Ορυκτό του αρσενικού (θειούχο αρσενικό, As2S3). Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, αν και μικροσκοπικά παρουσιάζεται με ψευδορομβικό σχήμα. Έχει ζωηρό κίτρινο χρώμα και σπάνια εμφανίζεται σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, ενώ συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… …   Dictionary of Greek

  • αρσενικόν — ἀρσενικόν και ἀρρενικόν, το και ἀρρενική, η (Α) η κίτρινη σανδαράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. *zarnīq «χρυσός, αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού» (πρβλ. νεώτ. περσ. αραβ. zarnīx, zarnīq «αρσενικό»).… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • σανδαράκη — και σανδαράχη, η, ΝΜΑ 1. εύθρυπτη, σχετικά αρωματική ημιδιαφανής ρητίνη, που διατίθεται υπό μορφή ωχροκίτρινων κόκκων, λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, σήμερα, στην βιομηχανία χρωμάτων, στην φαρμακοποιία… …   Dictionary of Greek

  • σανδαραχώδης — ῶδες, Α [σανδαράχη / σανδαράκη] σανδαράκινος* …   Dictionary of Greek

  • φολίατος — ὁ, Μ πιθ. (για την κίτρινη σανδαράχη) αυτός που έχει φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. foliatus «φυλλώδης»] …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • ՋՆԱՐԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0674 Chronological Sequence: Unknown date գ. ՋՆԱՐԱԿ կամ ՃՆԱՐԱԿ. ըստ յն. սանտարաք. σανδαράχη, κη sandaracha, gummi. Բոյս ինչ եւ հիւթ նորա՝ ախորժելի մեղուաց, ուստի լինի ներկ կարմիր, փայլուն որպէս վէրնիջ ՝ ըստ իտալ. սէնտէրուս,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”