- σακτός
σακτός, vollgestopft, vollgepfropft, angefüllt; τευϑὶς σακτή, farcirt, Antiphan. bei Ath. VII, 295 e; auch οἶνος, = σακκίας, Poll. 6, 18 aus Eupol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σακτός, vollgestopft, vollgepfropft, angefüllt; τευϑὶς σακτή, farcirt, Antiphan. bei Ath. VII, 295 e; auch οἶνος, = σακκίας, Poll. 6, 18 aus Eupol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σακτός — crammed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
σακτοί — σακτός crammed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακτή — σακτός crammed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακτήν — σακτός crammed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσακτος — ἄσακτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πατηθεί («ἄσακτος γῆ» αφράτο χώμα, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σακτός < σάττω «συμπιέζω, πατώ»] … Dictionary of Greek
σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek
tu̯ā̆k-1, tuk- — tu̯ā̆k 1, tuk English meaning: to pull together, close up Deutsche Übersetzung: etwa “fest umschließen, zusammenschnũren” (Gk. weiter also “fest hineinstopfen under likewise”)? Material: O.Ind. tvanakti “zieht sich together”… … Proto-Indo-European etymological dictionary