- σβεστής
σβεστής, ὁ, = σβεστήρ (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σβεστής, ὁ, = σβεστήρ (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σβέστης — ο, Ν [σβένω] 1. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει την φωτιά 2. (για πράγμ.) αυτός με την βοήθεια τού οποίου σβήνεται κάτι, σβεστήρας … Dictionary of Greek
καντηλοσβέστης — και καντηλοσβήστης, ο και ως θηλ. καντηλοσβήστρα (Α κανδηλοσβέστης, Μ κανδηλοσβέστρια) γενική ονομασία τών νυκτόβιων εντόμων που έλκονται από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα / καντήλα + σβέστης / σβήστης (< σβέννυμι / σβήνω), πρβλ. κηρο σβέστης … Dictionary of Greek
κηροσβέστης — και κεροσβήστης, ο εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο τών αναμμένων κεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + σβέστης (< σβέννυμι), πρβλ. κανδηλο σβέστης, πυρο σβέστης) … Dictionary of Greek
φωτοσβέστης — ο, Ν 1. αυτός που σβήνει το φως 2. (κυρίως μτφ.) ο πολέμιος τού πνευματικού φωτός, τής παιδείας και κάθε μορφής προόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»), πρβλ. πυρο σβέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
πυροσβέστης — ο, Ν 1. αυτός που σβήνει τη φωτιά 2. άνδρας που ανήκει στο οργανωμένο σώμα το οποίο έχει ως αποστολή και έργο του την κατάσβεση πυρκαγιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σβέστης (< σβέννυμι «σβήνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη] … Dictionary of Greek