- σβεστικός
σβεστικός, = σβεστήριος, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σβεστικός, = σβεστήριος, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σβεστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικός — ή, όν, Α [σβέννυμι] σβεστήριος* … Dictionary of Greek
σβεστικά — σβεστικός neut nom/voc/acc pl σβεστικά̱ , σβεστικός fem nom/voc/acc dual σβεστικά̱ , σβεστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικώτερον — σβεστικός adverbial comp σβεστικός masc acc comp sg σβεστικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικόν — σβεστικός masc acc sg σβεστικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικώτατον — σβεστικός masc acc superl sg σβεστικός neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικαί — σβεστικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικῆς — σβεστικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστική — σβεστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικήν — σβεστικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστικώτεραι — σβεστικός fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)