- σαντάλινος
σαντάλινος, von Sandelholz, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαντάλινος, von Sandelholz, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαντάλινος — η, ο / σαντάλινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σάνταλο ή αυτός που εξάγεται από σάνταλο («σαντάλινο έλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνταλον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σαντάλινος — η, ο αυτός που παράγεται από το φυτό σάνταλο: Σαντάλινο έλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτερόκαρπος — (pterocarpus). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Αριθμεί περίπου 45 είδη. Όλα τα είδη ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές. Οι π. είναι δένδρα ή θάμνοι, με φύλλα πτεροσχιδή. Τα άνθη τους είναι κίτρινα και μερικές φορές λευκά. Ο καρπός… … Dictionary of Greek