- σαντόνιον
σαντόνιον, τό, eine Art Wermuth, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαντόνιον, τό, eine Art Wermuth, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαντόνιο — (I) το, σαντόνιον, ΝΑ, και σαντονίον, Α νεοελλ. είδος φυτού που σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στο γένος αρτεμισία αρχ. το φυτό σαντολίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το φυτό πήρε την ονομασία του από την χώρα τών Σαντόνων στην Γαλατία, όπου … Dictionary of Greek