- σμαράγδινος
σμαράγδινος, smaragden, smaragdgrün, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαράγδινος, smaragden, smaragdgrün, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαράγδινος — of smaragdus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδινος — η, ο / σμαράγδινος, ίνη, ον, ΝΑ 1. κατασκευασμένος από σμάραγδο ή πεποικιλμένος με σμαράγδια 2. αυτός που έχει το βαθυπράσινο χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
σμαραγδίνων — σμαράγδινος of smaragdus fem gen pl σμαράγδινος of smaragdus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδινον — σμαράγδινος of smaragdus masc acc sg σμαράγδινος of smaragdus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίνην — σμαράγδινος of smaragdus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίνης — σμαράγδινος of smaragdus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίνοις — σμαράγδινος of smaragdus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίνους — σμαράγδινος of smaragdus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίνῳ — σμαράγδινος of smaragdus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδινοι — σμαράγδινος of smaragdus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίνας — σμαραγδίνᾱς , σμαράγδινος of smaragdus fem acc pl σμαραγδίνᾱς , σμαράγδινος of smaragdus fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)