- σμαράγδειος
σμαράγδειος, smaragden, zum Smaragd gehörig, Heliod. 2, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαράγδειος, smaragden, zum Smaragd gehörig, Heliod. 2, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαράγδειος — εία, ον, Α [σμάραγδος] αυτός που περιέχει σμάραγδο … Dictionary of Greek
σμαραγδείων — σμαράγδειος of smaragdus fem gen pl σμαράγδειος of smaragdus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδειον — σμαράγδειος of smaragdus masc acc sg σμαράγδειος of smaragdus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράγδεια — σμαράγδειος of smaragdus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)