σμαραγή

σμαραγή

σμαραγή, , das Dröhnen, Brausen, Rauschen, Opp. Hal. 5, 243.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σμαραγή — crashing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγή — ἡ, Α ισχυρός κρότος, πάταγος, βροντή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ*] …   Dictionary of Greek

  • σμαραγήν — σμαραγή crashing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγώ — έω, Α ηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο, κροτώ («ὅτ ἀπ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος που προέρχεται από ονοματοποιία. Για το σύστημα σμαραγῶ: σμαραγή: σμάραγος, πρβλ. λαλαγῶ: λαλαγή, παταγῶ: παταγή: πάταγος. Η άποψη ότι η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σμαραγῆς — σμαραγέω crash pres ind act 2nd sg (doric) σμαραγή crashing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”