- σμαραγίζω
σμαραγίζω, = σμαραγέω; Hes. Th. 693, von der erdröhnenden Erde; Qu. Sm. 14, 557.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαραγίζω, = σμαραγέω; Hes. Th. 693, von der erdröhnenden Erde; Qu. Sm. 14, 557.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαραγίζω — Α σμαραγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σμαραγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σμαράγιζον — σμαραγέω crash imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σμαραγέω crash imperf ind act 1st sg (homeric ionic) σμαραγίζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σμαραγίζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσμαράγιζε — σμαραγέω crash imperf ind act 3rd sg σμαραγίζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)