- σμαραγδίζω
σμαραγδίζω, die Farbe des σμάραγδος haben, smaragdgrün aussehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαραγδίζω, die Farbe des σμάραγδος haben, smaragdgrün aussehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαραγδίζω — Α [σμάραγδος] έχω το πρασινωπό χρώμα τού σμαράγδου … Dictionary of Greek
σμαραγδίζον — σμαραγδίζω to be of a smaragdus green pres part act masc voc sg σμαραγδίζω to be of a smaragdus green pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίζοντα — σμαραγδίζω to be of a smaragdus green pres part act neut nom/voc/acc pl σμαραγδίζω to be of a smaragdus green pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδιζούσης — σμαραγδίζω to be of a smaragdus green pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίζουσα — σμαραγδίζω to be of a smaragdus green pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδίζων — σμαραγδίζω to be of a smaragdus green pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)