- σμαραγδίτης
σμαραγδίτης, ὁ, fem. σμαραγδῖτις, von der Art, Farbe des Smaragds, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαραγδίτης, ὁ, fem. σμαραγδῖτις, von der Art, Farbe des Smaragds, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμαραγδίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. (ορυκτ.) πράσινο ινώδες ορυκτό τής ομάδας τών αμφιβόλων, το οποίο σχηματίζεται συνήθως κατά την εξαλλοίωση τού διαλλαγούς αρχ. αυτός που ανήκει στο είδος τού σμαράγδου ή αυτός που έχει το χρώμα τού σμαράγδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος … Dictionary of Greek
σμαραγδίτου — σμαραγδίτης of the kind masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
ԶՄՐԽՏԵԱՅ — ( ) NBH 1 0740 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. σμαραγδίτης smaragdinus Ի զմրխտոյ. զիւմրիւտէ. զիւմրիւտի, զիւմիւրրիւտի. *Պսակս ծակ զմրխտեայ եւ մարգարտով կազմեալ. Պտմ. աղեքս.: *Սուրբ եւ խօսուն քարինքն՝ կարկեհանք, եւ զմրխտեայքն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)