- σκῡτεύω
σκῡτεύω, Schuster sein, das Schusterhandwerk treiben, Xen. Mem. 1, 2, 22, wie ein Schuster flicken.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκῡτεύω, Schuster sein, das Schusterhandwerk treiben, Xen. Mem. 1, 2, 22, wie ein Schuster flicken.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκυτεύω — Α [σκῡτος] κατασκευάζω υποδήματα, επαγγέλλομαι τον σκυτοτόμο* … Dictionary of Greek
σκύτευσις — εύσεως, ἡ, Α [σκυτεύω] η πράξη τού σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία … Dictionary of Greek
σκυτεία — και σκυτείη, ἡ, Α [σκυτεύω] η τέχνη τής επεξεργασίας τού δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία («σκυτεία τέχνη», Μαν.) … Dictionary of Greek
σκυτευτικός — ή, όν, Μ [σκυτεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εργασία τής σκυτεύσεως* ή στον σκυτοτόμο* … Dictionary of Greek
σκυτώ — (I) έω, Α [σκῦτος] σκυτεύω*. (II) όω, Α [σκῡτος] (κυρίως το παθ.) σκυτοῡμαι, όομαι καλύπτομαι ή επενδύομαι με δέρμα («ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι», Πολ.) … Dictionary of Greek
σκυτεύειν — σκῡτεύειν , σκυτεύω make shoes pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)