σκῡτεύς

σκῡτεύς

σκῡτεύς, , Lederarbeiter, Schuster; Ar. Av. 494; Plat. Rep. X, 601 c; Xen. u. Folgde, wie Arist. pol. 4, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκυτεύς — σκῡτεύς , σκυτεύς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτεύς — ὁ, θηλ. σκυτεύτρια, Α αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, σκυτοτόμος, υποδηματοποιός («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα» + κατάλ. εύς (πρβλ. βυρσ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σκυτεῖς — σκυτέω make shoes pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) σκῡτεῖς , σκυτεύς masc acc pl σκῡτεῖς , σκυτεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτῆς — σκυτέω make shoes pres ind act 2nd sg (doric) σκῡτῆς , σκυτεύς masc nom pl σκῡτῆς , σκυτεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτέων — σκῡτέων , σκῦτος skin neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σκυτέω make shoes pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) σκῡτέων , σκυτεύς masc gen pl σκῡτέω̆ν , σκυτεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτέως — σκῡτέω̆ς , σκυτεύς masc gen sg σκῡτέως , σκυτεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нарѧдьникъ — НАРѦДЬНИК|Ъ (1*), А с. Портной: ра(д)и же ми сѧ первыи ключниче. и тиѹне. и иже сапогомъ шевчии. и нарѧдници. [вм. нарѧдниче?] (ὁ σκυτεύς!) ФСт XIV, 28а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • DIONYSIUS Mitylenaeus — poeta epicus, qui σκυτοβραχίων et σκυτεὺς vocatus est, praeter Bacchi et Minervae expeditionem, etiam Argonautica 6. libb. ad Parmenonem scripsit oratione solutâ. Diod. Sic. l. 2. Auctor quibusdam historiae Lydorum, quae Xantho attribuitur. Suid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • σαγγάριος — (Sakarya). Ποταμός της Τουρκίας στη Μ. Ασία, το ολικό μήκος του οποίου φτάνει περίπου σε 650 χλμ., ενώ το βάθος του κυμαίνεται από 3 5 μ. Πηγάζει από το φρυγικό οροπέδιο, ανάμεσα στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, διατρέχει το οροπέδιο της… …   Dictionary of Greek

  • σκυτείον — τὸ, Α [σκυτεύς] το εργαστήρι τού σκυτέως, το υποδηματοποιείο, το τσαγκαράδικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”